- θολερός
- θολερόςmuddymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… … Dictionary of Greek
θολερός — ή, ό κάπως θολός, θαμπός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θολερά — θολερός muddy neut nom/voc/acc pl θολερά̱ , θολερός muddy fem nom/voc/acc dual θολερά̱ , θολερός muddy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολερώτερον — θολερός muddy adverbial comp θολερός muddy masc acc comp sg θολερός muddy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολερωτάτων — θολερός muddy fem gen superl pl θολερός muddy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολερωτέρων — θολερός muddy fem gen comp pl θολερός muddy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολερῶν — θολερός muddy fem gen pl θολερός muddy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολερόν — θολερός muddy masc acc sg θολερός muddy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολερώτατον — θολερός muddy masc acc superl sg θολερός muddy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολεραῖς — θολερός muddy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)